- φιλόθηρος
- ος, ο[ν] 1. любящий охоту;2. (ο ) страстный охотник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλόθηρος — fond of hunting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόθηρος — η, ο / φιλόθηρος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει το κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θηρος (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. μισό θηρος] … Dictionary of Greek
φιλόθηρον — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem acc sg φιλόθηρος fond of hunting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθηροτάτους — φιλόθηρος fond of hunting masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθηρότατος — φιλόθηρος fond of hunting masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθήροις — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθήρου — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθήρους — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθήρῳ — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόθηρα — φιλόθηρος fond of hunting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόθηρε — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)